- τσέλιγγας
- ο скотовод; хозяин большого стада
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσέλιγκας — και τσέλιγγας, ο, Ν ιδιοκτήτης τσελιγκάτου, ιδιοκτήτης μεγάλου κοπαδιού («εγώ είμαι κόρη τού βουνού και τσέλιγκα κοπέλλα», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. tselnik «γενάρχης οικογένειας»] … Dictionary of Greek
τσελιγκάτο — και τσελιγγάτο, το, Ν 1. μορφή ανεπτυγμένης κτηνοτροφικής μονάδας που εξελισσόταν κάθε φορά από τη στάνη μιας εκτεταμένης και ισχυρής οικογένειας με την προσέλκυση διαφόρων μικροκτηνοτρόφων με περιορισμένες δυνατότητες 2. τα βοσκοτόπια τής… … Dictionary of Greek
τσελιγκοπούλα — και τσελιγγοπούλα, η, Ν κόρη τσέλιγκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέλιγκας / τσέλιγγας + κατάλ. πούλα (πρβλ. βασιλο πούλα), βλ. και πουλο, πουλος] … Dictionary of Greek
τσελιγκόπουλο — και τσελιγγόπουλο, το, Ν γιος τσέλιγκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέλιγκας / τσέλιγγας + κατάλ. πουλο*] … Dictionary of Greek